καμινίτης

καμινίτης
καμινί̱της , καμινίτης
baked in an oven
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καμινίτης — καμινίτης, ὁ (Α) (για άρτο) ψημένος σε φούρνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμινος + κατάλ. ίτης (πρβλ. ανθρακ ίτης, κλιβαν ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • -ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”